- φιλεργατισμός
- οφιλεργατικό πνεύμα, φιλεργατική διάθεση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλεργατισμός — ο, Ν φιλεργατικό πνεύμα, φιλεργατική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εργάτης + κατάλ. ισμός] … Dictionary of Greek